- σουηδέζα
- шведcката
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Έκμπεργκ, Ανίτα — (Anita Ekberg, Σουηδία 1931 –). Σουηδέζα ηθοποιός. Ξεκίνησε με τον τίτλο της μις Σουηδία στην πατρίδα της και στη συνέχεια ταξίδεψε στο Χόλιγουντ το 1953, όπου γρήγορα καθιερώθηκε. Έγινε κυρίως γνωστή ως πρωταγωνίστρια στο φιλμ του Φεντερίκο… … Dictionary of Greek
Sofia Berntson — Datos generales Nacimiento 1979 Origen … Wikipedia Español
Σουηδέζος — ο θηλ. Σουηδέζα, Ν ο Σουηδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σουηδία + κατάλ. έζος (πρβλ. Κιν έζος, Μαλτ έζος)] … Dictionary of Greek
Μιρντάλ, Άλβα — (Alva Myrdal, Ουψάλα 1902 – 1986). Σουηδέζα νομικός, πολιτικός επιστήμονας. Το 1924 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Ουψάλα και παντρεύτηκε τον μετέπειτα κάτοχο του Νόμπελ οικονομικών Γκουνάρ Μιρντάλ (βλ. λ.). Μαζί με τον σύζυγό της είχαν… … Dictionary of Greek
Σακς, Νέλι — (Sachs· ορθή προφορά Ζακς). Γερμανίδα ποιήτρια (Βερολίνο 1891 Στοκχόλμη 1970). Άρχισε να γράφει ακολουθώντας τη ρομαντική παράδοση. Ένα βιβλίο της με αφηγήσεις και θρύλους (Legenden und Erzahlun gen, 1921), αφιερωμένο στη Σέλμα Λάγκερλαιφ, τη… … Dictionary of Greek
Σαξ, Νέλυ — (Sachs). Σουηδέζα ποιήτρια και συγγραφέας, γερμανικής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1891. Έγραψε ποιήματα εμπνευσμένα από τη βιβλική και ιουδαϊκή παράδοση. Το 1966 μοιράστηκε το βραβείο Νόμπελ με τον Ισραηλινό ποιητή Ανιόν … Dictionary of Greek
Φελίνι, Φεντερίκο — (Fellini, Ρίμινι 1920 – Ρώμη 1993). Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Πολύ ανήσυχος στη νεότητά του, εγκατέλειψε πολύ νωρίς τις σπουδές του για μια ταραχώδη και αλήτικη ζωή, που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην κατοπινή καλλιτεχνική του διαμόρφωση.… … Dictionary of Greek